Βρείτε μας .....

   

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 4 επισκέπτες και κανένα μέλος

Στατιστικά

4758310
Σημερα
Χθες
Εβδομαδιαία
Μηνιαία
Συνολικα
162
334
1736
28826
4758310

 

 

 

Ο ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΜΑΝΟΣ 

ΚΑΙ Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΟΡΛΙΑΚΑ

 

Διαμάντης Μάνος του Αθανασίου (1862-1908). Ο οπλαρχηγός Διαμάντης 

Μάνος ή καπετάν Κόκκινος  γεννήθηκε στο Σπήλαιο το έτος 1862. Αναγνωρίστηκε

 ως Ομαδάρχης του Μακεδονικού Αγώνα (Α.Ν.76/36). Ο λαός

 των Γρεβενών του είχε δώσει το ψευδώνυμο «Κόκκινος», λόγω

 του χρώματος του προσώπου και των μαλλιών του ,

 αλλά το Κομιτάτο, για να μη γίνεται σύγχυση με τον οπλαρχηγό Λούκα Κόκκινο,

 από το Μέγαρο, του έδωσε το ψευδώνυμο «Ντίμπρας» ή τον

 αποκαλούσε απλώς «Διαμάντη».

 

       

Ο οπλαρχηγός Διαμάντης Μάνος (Κόκκινος) 

Χρησιμοποιήθηκε στις 11 Ιουλίου 1905 ως οδηγός του 

σώματος του καπετάν Βέργα (υπιλάρχου Πέτρου Μάνου), ο 

οποίος με σώμα 45 ανδρών έμπαινε για δεύτερη φορά στη Δυτική

 Μακεδονία με αποστολή να εισβάλει στην Αβδέλλα, για να συλλάβει

 και τιμωρήσει συγκεκριμένα άτομα ρουμανιζόντων και στη

 συνέχεια να κατευθυνθεί προς τα Καστανοχώρια, για να δράσει 

εναντίον των βουλγαρικών συμμοριών. 

Αργότερα ο Διαμάντης συγκρότησε δική του ομάδα και δρούσε

 στην περιοχή Γρεβενών είτε ως ανεξάρτητος είτε ως οπλαρχηγός

 μέσα σε ελληνομακεδονικά σώματα, που είχαν επικεφαλής αξιωματικούς.

Το Μάιο του 1906  ο Διαμάντης Μάνος εντάχθηκε με την ομάδα 

του (15 άνδρες) στο νεοεισερχόμενο στην περιοχή Γρεβενών σώμα

 των 15 ανδρών του καπετάν Ζάκα (ανθυπολοχαγού Γρηγορίου Φαληρέα).

 Επειδή ο Ζάκας δεν άκουγε τα δίκαια παράπονα των ανδρών του

 Διαμάντη για την πληρωμή των καθυστερούμενων μισθών από 

διατεταγμένη υπηρεσία και η εν γένει συμπεριφορά του ήταν έναντ

ι αυτών προκλητική και απαράδεκτη, αναγκάστηκαν να τον

 εγκαταλείψουν, όπως και ο Διαμάντης. 

Τον Ιούνιο του 1907 η ομάδα του Διαμάντη εντάχθηκε στο 

σώμα του καπετάν Τσάρα (ανθυπολοχαγού Γεωργίου Στημωναρά), 

ο οποίος εισήλθε στην περιοχή Γρεβενών για  να καταδιώξει τις

 ρουμανικές συμμορίες και να εξοντώσει τους ληστές που

 λυμαίνονταν την περιοχή. Μετά την αποχώρηση από τα

 Γρεβενά του σώματος Τσάρα, το Δεκέμβριο του 1907, ο

 Διαμάντης παρέμεινε ο μόνος υπεύθυνος οπλαρχηγός της

 περιφέρειας Γρεβενών. Συνελήφθη αιχμάλωτος από τουρκικό

 απόσπασμα στο Μοναχίτι, στις 8 Φεβρουαρίου 1908, μετά

 από προδοσία κάποιου κατοίκου του χωριού που ήταν

 πληροφοριοδότης του ρουμανίζοντος μισέλληνα της Κρανιάς

 Δημητρίου (Μήτρου) Τσακαμά. Δεμένος οδηγήθηκε στα Γρεβενά. 

Εκεί ανακρινόμενος ομολόγησε λεπτομερώς τη δράση του 

εναντίον των Τούρκων και Ρωμούνων. Από τα Γρεβενά 

οδηγήθηκε στο Μοναστήρι, όπου καταδικάστηκε σε θάνατο

 με απαγχονισμό, με κύρια κατηγορία τους φόνους των Τούρκων 

στρατιωτών στον Όρλιακα στις 29 Απριλίου 1906. Απαγχονίστηκε 

στην πλατεία Αζ Παζάρ (αγορά αλόγων) του Μοναστηρίου μαζί 

με τον οπλαρχηγό Γεώργιο Καμηλάκη στις 25  Απριλίου 1908. 

 Άφησε πίσω τη γυναίκα του Πανάγιω και πέντε ανήλικα παιδιά, 

τρία αγόρια και δύο κορίτσια [τον Κώστα, τον Θανάση, τον Γιώργο, 

την Ελένη και την Θεολογία].

Η Πατρίδα μαζί με την ισόβια σύνταξη ανθυπολοχαγού-οπλαρχηγού που χορήγησε στη γυναίκα του, του απένειμε

 και το Μετάλλιο του Αγώνα.

Στις 28 Μαΐου 2000 έγιναν στη γενέτειρά του, το Σπήλαιο, 

τα αποκαλυπτήρια της προτομής από το Νομάρχη Γρεβενών. 

Στην τελετή παραβρέθηκαν οι πολιτικές και στρατιωτικές 

αρχές του Νομού και πλήθος κόσμου.   

 

 

Η μάχη του Όρλιακα

(29 Απριλίου 1906)

 

Το Νοέμβριο του 1905 ο μητροπολίτης Γρεβενών Αγαθάγγελος

 Κωνσταντινίδης ανακλήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο 

στην Κωνσταντινούπολη για να δικαστεί,  διότι οι ρουμανίζοντες 

των Γρεβενών τον κατήγγειλαν στους Τούρκους ότι συνεργάζεται

 με τα ελληνομακεδονικά σώματα και διεγείρει το λαό σε επανάσταση.

 Στην Κωνσταντινούπολη ο Αγαθάγγελος δικάστηκε από την Ιερά 

Σύνοδο και αθωώθηκε, πλην όμως κρατήθηκε εκεί μέχρι την άνοιξη

 του 1909 (τρία και πλέον έτη) και δεν του επετράπη να επιστρέψει

 στην έδρα του, διότι θεωρήθηκε από τους Τούρκους επικίνδυνος.

 Απουσιάζοντος του Αγαθαγγέλου τοποθετήθηκε ως αρχιερατικός 

επίτροπος της Μητροπόλεως Γρεβενών ο πρωτοσύγκελος Αθανάσιος

 Τσάμης, ο οποίος   τον Απρίλιο του 1906, σε ένα «ξέσπασμα οργής»

 κατά των ρουμανιζόντων, που πολεμούσαν καθημερινά την Εκκλησία,

 συνεννοήθηκε με τον οπλαρχηγό Διαμάντη Μάνο ή καπετάν Κόκκινο, 

να δώσει ένα μάθημα στους ρουμανίζοντες, για να τους αναγκάσει να

 αναστείλουν τη δράση τους και να περιορίσουν τις αυθαιρεσίες τους. 

Την τελευταία εβδομάδα του Απριλίου 1906, δεκαπέντε οικογένειες

ρουμανιζόντων της Αβδέλλας και του Περιβολίου, που παραχείμαζαν 

στη Θεσσαλία, πέρασαν από τα Γρεβενά με προορισμό το χωριό τους. 

Τις οικογένειες αυτές συνόδευε τουρκικό απόσπασμα 40 περίπου

 στρατιωτών με επικεφαλής μουλιαζίμη (ανθυπολοχαγό). Εκτός 

από τους στρατιώτες όπλα έφεραν και οι ρουμανίζοντες με τους

 αγωγιάτες τους, που αποτελούσαν συνολικά μία δύναμη 24 ανδρών. 

Μόλις οι οικογένειες έφθασαν στα Γρεβενά ο αρχιερατικός επίτροπος

 έστειλε σημείωμα στο Διαμάντη με τον Γεώργιο Ταρλατζή από το Σπήλαιο

 και τον ενημέρωσε για την πορεία τους.

Στις 28 Απριλίου οι ρουμανίζοντες διανυκτέρευσαν στους Μαυραναίους

 και το πρωί της επομένης (29 Απριλίου, ημέρα Σάββατο) ακολούθησαν 

το δρομολόγιο Μαυραναίοι- Ζάκα- Αβδέλλα - Περιβόλι.

Την ίδια ημέρα, στη θέση «Καραστέργιος» της οροσειράς του Όρλιακα, 

είχε στήσει καρτέρι (ενέδρα) και περίμενε τους ρουμανίζοντες ο 

οπλαρχηγός Διαμάντης Μάνος (Κόκκινος) με 22 άνδρες, μεταξύ

 των οποίων ήταν οι Δημήτριος Ράμμος, Νικόλαος Γκαλντερίμης, 

Αλέξης Λύρας, Χρήστος Κάραντος (Κατσικώνης) και Γεώργιος Βήττος 

από το Σπήλαιο, ο Κωνσταντίνος Βερβέρας και ο Ιωάννης

 Γκαντέμης (Φλώρος) από το Ζιάκα, ο Περιστέρης από το

 Μαυρονόρος και ο Βασίλειος Ζαρκάδας από τους Μαυραναίους.

 Στην περιοχή είχε σπεύσει για ενίσχυση και ο Γεώργιος Τσουκαντάνας

 από το Περιβόλι με μερικούς οπαδούς του.

 

Όταν, κοντά στο μεσημέρι, οι ταξιδιώτες πέρασαν το χωριό Ζάκα και

 έφθασαν στην τοποθεσία  «Καραστέργιος», ο Διαμάντης Μάνος

 έστειλε 

αγγελιαφόρο με τον οποίο διεμήνυσε τους Τούρκους ότι είναι 

περικυκλωμένοι από τους αντάρτες και να μην αντιδράσουν,

 γιατί δεν είχε σκοπό να τους πειράξει και το μόνο που τον 

ενδιέφερε ήταν η σύλληψη των ρουμανιζόντων. Οι Τούρκοι 

αρνήθηκαν κάθε συμβιβασμό και άρχισαν να πυροβολούν

 εναντίον των ανταρτών, με αποτέλεσμα να επακολουθήσει 

σκληρή μάχη που διήρκεσε τρεις ώρες.

Τα πυκνά και εύστοχα πυρά των Μακεδονομάχων επέφεραν

σοβαρές απώλειες στο Τούρκους, που τελικά αναγκάστηκαν

 να παραδοθούν.

Οι απώλειες των αντιμαχόμενων  πλευρών ήταν οι εξής:

Τούρκοι: Νεκροί 13 (11 επί τόπου και δύο που υπέκυψαν στα

 τραύματά τους κατά τη μεταφορά τους στα Γρεβενά), τραυματίες 

16 μεταξύ των οποίων και ο μουλιαζίμης. Οι 11 Τούρκοι

 ενταφιάστηκαν στον τόπο της συμπλοκής και μέχρι πρόσφατα 

φαίνονταν οι τάφοι τους.

Ρουμανίζοντες: Νεκρός 1, των υπολοίπων τραπέντων σε άτακτη φυγή. 

Από τα διασταυρούμενα πυρά και τις αδέσποτες σφαίρες σκοτώθηκαν

 2 γυναίκες και 3-4 παιδιά.

Έλληνες: Νεκροί 2, ο Περιστέρης από το Μαυρονόρος και κάποιος

 άλλος αγνώστων στοιχείων και τραυματίες ο Βασίλειος Ζαρκάδας από

 τους Μαυραναίους και ο Ιωάννης Γκαντέμης (Φλώρος) από το Ζάκα.

Οι αιχμάλωτοι στρατιώτες αφέθηκαν ελεύθεροι μαζί με τον οπλισμό τους,

 αφού τους αφαιρέθηκαν μόνο τα φυσίγγια. Στον τραυματισμένο 

μουλιαζίμη παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες, έγινε επίδεση των 

τραυμάτων και μεταφέρθηκε έφιππος στα Γρεβενά.

Ο λαός των Γρεβενών τη μάχη του Όρλιακα την αποθανάτισε με το 

παρακάτω τραγούδι:

 

Σάββατο μέρα κίνησες, Διαμάντη μ’ Κόκκινε, 

στον Όρλιακα να πάεις, βρε Περιστέρη μου.

Διαταγή ελάβαινες από το Κομιτάτο

Να πας ’πάνω στον Όρλιακα, ψηλά στον Καραστέργιο.

Εκεί θα διάβαιν’ η Τουρκιά, οι δόλιοι Ρουμάνοι 

να βγούνε στα ψηλά βουνά, ψηλά στο Περιβόλι.

Ήταν η ώρα δώδεκα κατά το μεσημέρι, 

βρε Περιστέρη μου, Διαμάντη μ’ Κόκκινε.

Τα καραούλια έβαζες το μέρος, για να πιάσεις 

και κάθοσαν και ορμήνευες σα μάνα σαν πατέρας:

-« Παιδιά μ’ να μη κιοτέψετε, παιδιά μ’ μη φοβηθείτε, 

πιάστε τον τόπο δυνατά, πιάστε τα μετερίζια, 

εδώ θα γίνει πόλεμος με Τούρκους, με πασάδες».

Σαν πιάστηκες στον πόλεμο, τρεις ώρες πολεμούσες.

Βουίζανε οι λαγκαδιές και τρίζανε τα βράχια.

Κι εσύ, Διαμάντη μ’ φώναζες από το καραούλι:

-«Παιδιά μ’ τραβάτε το σπαθί και πάψτε τα ντουφέκια 

γιουρούσι για να κάνουμε, να πιάσουμε του Τούρκους».

Πικρό γιουρούσι έκαμαν, πικρό φαρμακωμένο 

τον Περιστέρη βάρεσαν, το πρώτο παλικάρι,

το Φλώρο μας τον λάβωσαν μαζί με το Ζαρκάδα.

Πιάνουν τους Τούρκους ζωντανούς και τους αιχμαλωτίζουν.

 

 

Χρήστου Δ. Βήττου 

 

 

 

 

 

 

Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΙΑΚΑΣ 

ΚΑΙ Η ΣΥΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ 

ΣΤΟΥΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ


 Ο Θεόδωρος Ζιάκας άνήκει σε μια μεγάλη και 

ισχυρή άρματολική οικογένεια των Γρεβενών, που 

πρόσφερε πολυ μεγάλες υπηρεσίες στους εθνικούς 

απελευθερωτικούς αγώνες. 


Οι υπηρεσίες της αρχίζουν από τα μέσα του 18ου αιώνα,

 ίσως και νωρίτερα, και συνεχίζονται σχεδόν ως τα τέλη του 19ου.

Η οικογένεια του καταγόταν από το Μαυρονόρος, μικρό 

και ασήμαντο χωριουδάκι με 40-50 οικογένειες σήμερα,

 μα που ως τα μέσα του περασμένου αιώνα παρουσίαζε

 άξιόλογη εμπορική κίνηση με εβδομαδιαία αγορά για τις 

εμπορικές συναλλαγές των κατοίκων των γύρω χωριών κι 

ετήσια μεγάλη εμποροπανήγυρη, που συγκέντρωνε κόσμο

 από τη Μακεδονία, την Ήπειρο  τη Θεσσαλία κι άκόμα 

μακρύτερα κι είχε μεγάλη κίνηση άγοραπωλησίας μεγάλων

 και μικρών ζώων.

 Ακόμα και σήμερα δείχνουν στον περίεργο επισκέπτη τη θέση, 

όπου γινόταν η άγορά και η εμποροπανήγυρη.

Είναι στη θέση «’Αργαστήρια», στο νότιο μέρος του χωριού, 

προς την κατεύθυνση του χωριού Μαυραναΐοι.
Σήμερα είναι χωράφια. Η παροιμία «σάν οί γκαβοί στο Μαυρονόρος», 

που μεταφορικά σημαίνει πυκνή συρροή κόσμου σ’ ενα μέρος, έχει

 την άρχή της στις καλές μέρες του Μαυρονόρους, όταν , με την 

εύκαιρία της εβδομαδιαίας άγορας και της έμποροπανήγυρης, 

συνέρρεαν εκεί παντος εΐδους άνθρωποι, κυρίως ζητιάνοι και 

γενικά άνίκανοι για εργασία, για να ζητιανέψουν.

Κατά την παράδοση η άγορά καταργήθηκε, γιατί δεν υπήρχε

 καμιά άσφάλεια για τον κόσμο έξαιτίας της κακής διοικήσεως

 της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των συχνών επιδρομών

 των ληστών και των Άρβανιτάδων.

Κατ’ άλλες πάλι πληροφορίες, που κι χύτες οφείλονται στην 

προφορική παράδοση, την αγορά την κατάργησε ο ονομαστός

 σιλιχτάραγιχς των Γρεβενών Μεχμέτ Τάγος. Μάλιστα επειδή η αγορά

 είχε καθιερωθεί με σουλτανικό διάταγμα (φιρμάνι) και δεν ήταν εύκολο

 να καταργηθεΐ, ο Μεχμέτ Τάγος υποχρέωσε το μητροπολίτη Γρεβενών

 Αγάπιο και τους προέδρους (μουχτάρηδες) των κοινοτήτων των 

γύρω χωριών και γενικότερα της περιφέρειας, να υπογράψουν

 άναφορά πρός την Υψηλή Πύλη και να ζητούν οί ΐδιοι την 

κατάργηση της άγορας του Μαυρονόρους και τη μεταφορά 

της στα Γρεβενά.

Πότε ακριβώς μετοίκησαν οί Ζιακαΐοι από το Μαυρονόρος 

δεν είναι γνωστό.

Το πιθανότερο είναι ότι μετοίκησαν κατά τα τέλη του 18ου αιώνα,

 όταν   Άλή πασάς προσπάθησε να συντρίψει τη δύναμη των

 άρματολικιών, που του ήταν έμπόδιο στα επεκτατικά και 

απολυταρχικά του σχέδια και την καταπίεση των χριστιανικών

 πληθυσμών.
Τότε, υποθέτω, και οί Ζιακαΐοι, μή νιώθοντας ασφαλή τον έαυτό τους

 κοντά στα Γρεβενά—το Μαυρονόρος απέχει μόλις 10 χιλιόμετρα από

 τα Γρεβενά—αναγκάσθηκαν να μετοικήσουν.

Άλλο ζήτημα είναι το που έγινε  ή μετοικεσία τους, στην Τίστα, το

 σημερινό Ζιάκα, η στο Σπήλαιο, χωριά, που απέχουν 20-25 χιλιόμετρα

 από τα Γρεβενά και σε τοποθεσία φυσικά οχυρή. Το πιθανότερο είναι 

ότι η μετοικεσία έγινε στην Τίστα  και διότι αυτή εϊναι η επικρατέστερη

 παράδοση και διότι εκεί δείχνουν τα κτήματα, που ανήκαν στούς

 Ζιακαίους, και διότι υπάρχουν δημοτικά τραγούδια, που μνημονεύουν

 την Τίστα και που θά άναφέρονται στην έποχή, που οί Ζιακαΐοι είχαν 

μετοικήσει εκεί.

Μολαταύτα και στο Σπήλαιο υπάρχει παράδοση ότι εκεί είχαν μετοικήσει

 οί Ζακαΐοι, άναφέρεται κι εκεί τοπωνύμιο με την ονομασία 

«στής Ζιάκινας την κοπριά» κι υπήρχαν κι εκεί κτήματα της οικογένειας Ζιάκα.

Για τους προγόνους του Ζιάκα δεν έχουμε πολύ

 συγκεκριμένες πληροφορίες.

Τά σχετικά άρθρα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας

 και του Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού   Ελευθερουδάκη, που

 τα ακολούθησαν και τα νεώτερα εγκυκλοπαιδικά λεξικά, 

όπως π.χ. του Ηλιον, μνημονεύουν το όνομα, του γερο-Ζιάκα, 

που χρημάτισε αρματολός στην περιφέρεια Γρεβενών, πήρε

 μέρος στην επανάσταση του 1770, που είχε υποκινήσει η

 αύτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη, και ήρθε σε σύγκρουση 

με τον Κούρτ πασά κι αργότερα με τον Άλή πασά των Ίωαννίνων.

Μνημονεύεται άκόμα ένας γιός του, ο πατέρας του Γιαννούλα και

 του Θόδωρου, που πήρε μέρος στην έπαναστατική κίνηση του

 Θύμιου Βλαχάβα το 1802.
Αργότερα συμφιλιώθηκε με τον ’Αλή πασά και πήρε το αρματολίκι 

των Γρεβενών και της Κόνιτσας που τα κράτησε ίσαμε το 1810.

Απ’ όσα λέγει όμως ο έγγονός του Γούλας Ί. Ζιάκας, ο γιός του

 Γιαννούλα, σε μια αίτησή του προς την ελληνική κυβέρνηση,

 προφανώς για να έξάρει τις ύπηρεσίες της οικογένειας Ζιάκα

 προς το έθνος και να διεκδικήσει ορισμένα δικαιώματα ύπέρ 

αυτής (βρίσκεται στο ’Αρχεϊο Αγωνιστών, στα χειρόγραφα της

 Εθνικής Βιβλιοθήκης με αριθμό 27.832)  κι απ’ όσα λένε ο 

’Αραβαντινός, ο Κρυστάλλης και οι Wace-Thompson στο αξιόλογο

 βιβλίο τους The Νοmads of Balkans, πρόκειται για ενα μόνο

 πρόσωπο (Γεωργάκης-ΓάκηςΖιάκας) , που χρημάτισε

 πρωτοπαλίκαρο του Ντεληδήμου και του Τότσκά,
πρωτεξαδέλφου του, τον οποίο διαδέχθηκε στο αρματολίκι των Γρεβενών.

Ο ίδιος πήρε μέρος και στην επανάσταση του 1770 και

 στο κίνημα του Βλαχάβα.

 Αργότερα, άφού συμφιλιώθηκε με τον Άλή πασά, ξαναπήρε

 το άρματολίκι των Γρεβενών, που το κράτησε ίσαμε το 1810, 

ή, κατά τον Άραβαντινό, στο προμνημονευόμενο έργο του, ίσαμε το 1814.

Αναφέρουν ακόμα τα εγκυκλοπαιδικά λεξικά, προφανώς από

 σύγχυση, ότι κατά το 1854, η οικογένεια Ζιάκα έχασε 30 μέλη. 

Ο άριθμός είναι ασφαλώς εντελώς απίθανος. Πιο πιστευτή είναι

 η πληροφορία του Γούλα στην προμνημονευόμενη έκθεσή του 

προς την επιτροπή έκδουλεύσεων, σύμφωνα με την οποία 30 μέλη

 της οικογένειας Ζιάκα, μεταξύ των όποιων και τέσσερα άδερφια του

 παππού τού, και φυσικά και ο πατέρας του, σκοτώθηκαν σ’ όλο το 

διάστημα των υπέρ του έθνους άγώνων της οικογένειας, δηλ. ίσαμε το

 1854.

Εκείνο που φαίνεται πιθανότερο, όπως σωστά υποστηρίζει ο γυμνασιάρχης 

Χρ. Ένισλείδης, είναι ότι ο γερο-Ζιάκας εχασε κατά τη διάρκεια των

 άγώνων του προς τους Τούρκους την ιδιαίτερη οικογένεια του κι 

ότι ξαναπαντρεύθηκε σε προχωρημένη ηλικία. Έτσι εξηγείται το

 γεγονός ότι έχει μικρά παιδιά σε μεγάλη ηλικία, όπως θά φανεί 

άμέσως παρακάτω.

Γιος του γερο-Ζιάκα είναι ο Γιαννούλας, που γεννήθηκε, κατά τον

 Ένισλείδη1, το 1795 κι ο λίγο μικρότερος του Θόδωρος.
Σύμφωνα με την προμνημονευόμενη έκθεση του Γούλα Ζιάκα, όταν

  ο παππούς του, περί το 1810 ή, το πιθανότερο, κατά τον Άραβαντινό,

 τον Κρυστάλλη και τους Wace-Thompson4 (οί τελευταίοι 

υποστηρίζουν πώς τότε σκοτώθηκε), το 1814, γέρος πιά και

 κουρασμένος από τους άγώνες και τις κακοπάθειες άποχώρησε 

από τη διοίκηση του καπετανάτου, που περιλάβαινε τις επαρχίες

 Γρεβενών, Βεντζίων, Κόνιτσας και Άνασελίτσας και άποτελούσε, 

όπως παραστατικά μάς λέγει ο Γούλας Ζιάκας, «μίαν μικράν 

ηγεμονίαν με 600 χωρία», τότε τον διαδέχθηκε σε πολύ νεαρή

 ηλικία ο πρωτότοκος γιος του Γιαννούλας.

Αυτός, κατά τις ίδιες πηγές, για να άντιμετωπίσει καλύτερα

 τα στίφη των ληστών και των Άρβανιτάδων, που λυμαίνονταν

 τα χριστιανικά χωριά των περιοχών, κράτησε μόνο τις περιφέρειες

 Γρεβενών και Βεντζίων, που άποτελούσαν μια γεωγραφική ενότητα

 (καί οί δυό περιοχές άνήκουν σήμερα στο νομό Γρεβενών) και 

διέθεσε τις άλλες δυό σε συγγενείς του και στον άδερφό του Θόδωρο, 

όταν κάπως ένηλικιώθηκε.

 


Όταν άρχισε η ελληνική επανάσταση, ο Γιαννούλας, που φαίνεται ήταν

 μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, ξεσήκωσε τη Δυτική Μακεδονία και

 πρόσφερε πολλές υπηρεσίες στον αγώνα παρεμποδίζοντας τις

 τουρκικές δυνάμεις να κατεβαίνουν δια των ορεινών διαβάσεων

 από την 'Ήπειρο προς τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία και 

άπασχολώντας άρκετο τούρκικο στρατό στην περιοχή του.

Εναντίον του Ζιάκα ήρθε ο βουλγαρικής καταγωγής Μπεχλιβάν

 Μπαμπά πασάς και με τις σημαντικά άνώτερες δυνάμεις του 

τον άνάγκασε να συμπτυχθεΐ προς τα ορεινότερα μέρη και 

λεηλάτησε την περιφέρεια Γρεβενών.

 

Ιωάννης Πετρώφ

Άλλες πληροφορίες για την έπαναστατική

 δράση του Ζιάκα στα χρόνια εκείνα δεν έχουμε,

 αλλά ασφαλώς δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια.


Ξέρουμε μόνο, όπως μάς πληροφορεί ο Ρώσος φιλέλληνας Ιωάννης

 Πετρώφ, ότι πήρε μέρος στην ηρωική έπανάσταση της Νάουσας

 το 1822 και θά είχε τις σχετικές ταλαιπωρίες και άπώλειες.

Αργότερα ο Γιαννούλας, με τη μεσολάβηση του Χουρσίτ πασά, τον

 οποίο είχε βοηθήσει κατά του Άλή πασά των Ίωαννίνων, ύποσχέθηκε

 να σταματήσει τη δράση του και να παραμείνει ήσυχος, όταν  μάλιστα

 σκεφθούμε πώς ο άγώνας θά ήταν μάταιος, άφού είχαν παύσει να 

υπάρχουν επαναστατικές εστίες στη Μακεδονία.

Σέ άντάλλαγμα διορίσθηκε αρματολός («ύπομίσθιος ύποφύλαξ», λέγει,

 προφανώς για να τον μειώσει, ο ’Αραβαντινός) των περιοχών, που είχε 

και προηγουμένως και πιθανότατα και των περιφερειών Ζαγορίου και 

Μετσόβου, που διεκδικούσε από καιρό.

Παρά ταύτα δεν έπαυσε να βοηθεί και να ένισχύει την έπανάσταση.

 Κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου έστειλε εκεί τον ύπαρχηγό του

 Απόστολο Κυρίμη, από τον Τσούργιακα, τη σημερινή ’Αετιά των

 Γρεβενών, με αρκετή δύναμη. 

Το μεγαλύτερο μέρος των άνδρών αύτών, μεταξύ των οποίων και

 τέσσερα ξαδέρφια του Ζιάκα, βρήκαν ήρωικο τέλος κατά την 

πολιορκία και την έξοδο του Μεσολογγίου.

Για τον Απόστολο Κυρίμη ο Ί. Βασδραβέλλης, στηριζόμενος σε 

ένθύμηση γραμμένη σε εκκλησιαστικό βιβλίο του Άγιου 'Όρους,

 μας λέγει ότι είχε δράσει κατά τον Ιούλιο του 1821 στη Χαλκιδική 

υπό τον Έμμ. Παπά κι ότι σ’ αύτόν όφείλεται η έξόντωση του 

πληρώματος τουρκικού πλοίου, που είχε έξοκείλει στο Άγιον ’Όρος.

Για τις υπηρεσίες του αυτές η ελληνική κυβέρνηση άπένειμε στο

 Γιαννούλα δίπλωμα χιλιαρχίας (κάτι αντίστοιχο με το βαθμό του 

συνταγματάρχη), στο δε αδερφό του Θόδωρο το βαθμό του ταγματάρχη.

Το φθινόπωρο του 1826 ο σιλιχτάρ αγάς των Γρεβενών Μεχμέτ

 Τάγος, είτε από δική του πρωτοβουλία, γιατί έκρινε πώς η 

δύναμη και το κύρος του Γιαννούλα ήταν εμπόδιο και φραγμός

 στις αυθαιρεσίες του έναντι των χριστιανικών πληθυσμών, είτε

 και με διαταγή του Κιουταχή, που άσφαλώς θα είχε ύπόψη του

 τις ένέργειες και τη δράση του Ζιάκα υπέρ της επαναστάσεως 

 κατόρθωσε να τον σκοτώσει στο χωριό Μαυρονόρος υστέρα 

από προδοσία των αδελφών Άλέξη και Νικόλα Μακρή που

 κατάγονταν από το ίδιο χωριό Μαυρονόρος.
Αύτοί, λέγεται, είχαν λόγους να μισούν το Ζιάκα, γιατί τον

 θεωρούσαν υπεύθυνο για το φόνο ένός άλλου άδελφού τους.

Στή δολοφονία θά συνήργησαν άσφαλώς και άλλα πρόσωπα, 

όπως άφήνει να υπονοηθεί ο Γούλας στην προμνημονευόμενη

έκθεσή του.

Εναντίον όλων αυτών των προσώπων θα στραφεί αργότερα η 

μήνις του Θεόδωρου Ζιάκα.

Κατά την παράδοση μαζί με το Γιαννούλα βρισκόταν στο 

Μαυρονόρος κι ο άδερφός του Θόδωρος, αλλά σε άλλο σπίτι, 

κι είναι μυθιστορηματικός ο τρόπος με τον οποίο κατόρθωσε

 να διαφύγει.
 Ενώ δηλ. το σπίτι, όπου έμενε, είχε περικυκλωθεί από παντού

 και δε φαινόταν από πουθενά ελπίδα σωτηρίας, έβαλε σε ενέργεια

 ένα πολύ τολμηρό σχέδιο.
Πάνω στη ράχη του άλογου του έδεσε τεχνικά την κάπα του, 

έτσι που να δείχνει άνθρωπος καβαλάρης και κατόπιν μαστίγωσε

 το άλογο δυνατά. "Υστερα άνοίγοντας την πόρτα το άφησε να

 πεταχτεΐ έξω. Το άλογο αφηνιασμένο όρμησε πρός τα έξω.

Οΐ Τούρκοι νομίζοντας πώς είναι ο Ζιάκας, που προσπαθεί

 να ξεφύγει, πυροβολούν όλοι έπάνω του.
 Πάνω στη σύγχυση και την ταραχή ο Θόδωρος κατόρθωσε

 να ξεφύγει.
Ως το Σεπτέμβριο του 1943 το σπίτι αύτό, το σπίτι του Μαχαιρα, 

σωζόταν ανέπαφο κοντά στην εκκλησία των 'Αγίων Θεοδώρων. 

Κάηκε από τους Γερμανούς μαζί με τα άλλα σπίτια του χωρίου

 κατά τις έκκαθαριστικές τους επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών 

στην περιφέρεια Γρεβενών.

Σχετικά με το φόνο του Γιαννούλα ο μέν Βασδραβέλλης 

υποστηρίζει στο προμνημονευόμενο έργο του ότι πιάσθηκε 

από τον Κιουταχή και κρεμάσθηκε στη Λαμία, ο δε Ένισλείδης 

ότι σκοτώθηκε με προδοσία στα Γρεβενά. Καί οΐ δυο κάνουν 

κάποια σύγχυση. Ότι σκοτώθηκε στο Μαυρονόρος φαίνεται

 και από την προφορική παράδοση, που είναι ομόφωνη, κι

 από τις πληροφορίες του Κρυστάλλη και του Άραβαντινού 

καί, έμμεσα, από την προμνημονευόμενη έκθεση του Γούλα Ζιάκα.

Υστερα από το θάνατο του Γιαννούλα άρχηγος της

 άρματολικής και έπαναστατικής κίνησης στην 

περιφέρεια Γρεβενών και γενικότερα στη Δυτική 

Μακεδονία γίνεται ο Θεόδωρος Ζιάκας, ο θρυλικός

 επαναστάτης του Σπηλαίου, σάν επίτροπος του άνήλικου 

γιου του Γιαννούλα Νικολάκη, τον όποιο, με τα έξαίρετα

 στρατιωτικά και διοικητικά του προσόντα, θά 

ύποκαταστήσει οριστικά. 

Σχετικά με την κατοπινή δράση του Ζιάκα κατά την

 επανάσταση του 1821 δεν έχουμε πολλές πληροφορίες.

Μονάχα ο Άραβαντινός μάς πληροφορεί ότι πιεζόμενος

 από 

τις τουρκικές δυνάμεις άναγκάσθηκε ο Ζιάκας, μετά την 

καταστολή και των άλλων έπαναστατικών κινημάτων στη

 Μακεδονία, να καταφύγει και να δράσει στη νοτιότερη Ελλάδα.

Μά στα τέλη του 1827 τον βρίσκουμε, μαζί με άλλους 

οπλαρχηγούς, έξαιτίας των διαδόσεων για την επικείμενη

 κατάπαυση των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα και 

τον επικείμενο καθορισμό των συνόρων του συνιστώμενου

 νέου έλληνικού κράτους, να παίρνει μέρος σε ζυμώσεις και

 κινήσεις στην περιοχή του Όλυμπου.

 
 

Έτσι πρόκριτοι και οπλαρχηγοί, μέσα

 στους οποίους είναι και ο Ζιάκας, συνέρχονται

 σε μυστική σύσκεψη στη μονή του άγίου Διονυσίου

 του ’Ολύμπου και με δυο αναφορές τους προς την κεντρική έλληνική

 κυβέρνηση, ζητούν να τους ύποστηρίξει υλικά και ηθικά και

 να τους στείλει άρχηγό της έπαναστατικης κινήσεως στη Μακεδονία

 είτε τοΔημήτριο Υψηλάντη είτε το Γερμανό φιλέλληνα συνταγματάρχη Heidek.

Τήν άναφορά υπογράφουν έκτος από το Ζιάκα και 

άλλοι όνομαστοί οπλαρχηγοί του ’Ολύμπου, όπως οί 

άδελφοί Κώστας και Διαμαντής Νικολάου, Γεώργιος και

 Αθανάσιος Συρόπουλοι, ο Τόλιος Λάζου και άλλοι.

 Οι απαντήσεις, που πήραν οί άρχηγοί του Όλύμπου στις

 προαναφερόμενες άναφορές τους τόσο προς το Δημήτριο

 'Υψηλάντη, το 1827, όσο και προς τον Καποδίστρια, τον Ιούλιο

 του 1828, τους έκοβαν και τις τελευταίες έλπίδες.
Στις άπαντήσεις τους τους συνιστούν να συμβιβαστούν με τους

 Τούρκους και να ησυχάσουν καθ’ δσον το θέμα της άπελευθερώσεως

 της Ελλάδος και του καθορισμού των συνόρων είχε περάσει 

στη δικαιοδοσία των μεγάλων δυνάμεων κι ότι έπρεπε να 

περιμένουν καλύτερους καιρούς.

 Έτσι όσοι άρχηγοί εμειναν άκόμα στη Μακεδονία 

άναγκάσθηκαν να συμβιβασθούν, ενώ οί υπόλοιποι, 

όπως και ο Ζιάκας,καταφεύγουν στην ελεύθερη Ελλάδα.

Μά ο Ζιάκας δεν μπορεϊ να ησυχάσει.
 Τό σχέδιό του είναι πάντοτε να βρει εύκαιρία να επιτεθεί

 κατά των Γρεβενών και να εκδικηθεί το Μεχμέτ Τάγο και 

τους άλλους έχθρούς του για την προδοσία και το φόνο

 του άδελφού του.
 Τά σχετικά με την έπίθεση του Ζιάκα κατά των Γρεβενών

 μάς τα λέγει το παρακάτω δημοτικό τραγούδι:

Έσεϊς, πουλιά μ΄ πετούμενα, 

που πάτε στον αέρα,

 αύτού που πάτε κι ερχεστε 

και πίσω δε γυρνάτε,

 μην εϊδατε το Θόδωρο,

 το Θόδωρο το Ζιάκα;

—’Εψές, προψές τον είδαμε 

μέσ" στ Άσπρο το ποτάμι.

 Παλικαοάκια μάζωνε όλο των είκοσι ένα.

Παίρνει το Νάσιο Μάνταλο και το Σωτήρη Στράτο.

Τριών μερών περπάτημα το κάνει σε μια μέρα, 

στα Γρεβενά ξημέρωνε, στον έμορφο τον τόπο.

Τηταν ημέρα του Βαγιού, ήμερα του Λαζάρου.


Σύμφωνα με τις πληροφορίες του δημοτικού τραγουδιού, 

με τις όποιες άλλωστε συμφωνεί και η δημοτική παράδοση, 

στα μέρη του Άσπροποτάμου (τού Αχελώου) θά τραβήξει ο

 Ζιάκας, για να στρατολογήσει τους άντρες που του χρειαζόταν,

 όταν  εκρινε πώς μπορούσε να επιστρέφει στην περιφέρεια Γρεβενών

 και να έκδικηθεΐ τους έχθρούς του.

Άνθρωποι ορεινοί οί Άσπροποταμίτες, γενναίοι, πολεμικοί, άλλα

 και πάμπτωχοι, ήταν φυσικό να μή λογαριάζουν τους πολεμικούς

 κινδύνους και να λαβαίνουν μέρος στη συγκρότηση άνταρτικών

 σωμάτων, που θά τους έπέτρεπε και στο έθνος να προσφέρουν

 τις ύπηρεσίες τους αλλά και να ζήσουν.

Και το αρματολίκι των Γρεβενών ήταν από τα πλουσιότερα, 

αφού  όπως μας λέγει ο Γούλας Ζιάκας, είχε εισόδημα 700 

χιλιάδες γρόσια, ποσό αστρονομικό για κείνη την εποχή, κι 

αριθμούσε στις μέρες της άκμής του 1.700 άντρες. 

Υστερα το όνομα του Ζιάκα ήταν μια εγγύηση πώς θα 

χτυπούσαν με επιτυχία τους κυρίαρχους.

Κατά την προφορική παράδοση συγκρότησε σώμα με 300

 περίπου άντρες και με οπλαρχηγούς το γνωστό και από άλλα δημοτικά 

τραγούδιαΝάσιο Μάνταλο και το Σωτήρη Στράτο.

Ό πρώτος είναι γνωστός κι από την επανάσταση του 1821, ο δε δεύτερος

 είναι ο κατοπινός συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού, που πήρε μέρος

 σαν εθελοντής στην Ήπειρο κατά την επανάσταση του 1854.

Το να έρθουν άγωνιστές της αξίας του Μάνταλου και του Στράτου

 και να καταταχτούν στα σώμα του πολύ νέου άκόμα Θ. Ζιάκα,

 δείχνει την πανελλήνια φήμη και έκτίμηση, που είχε από τότε ο 

Γρεβενιώτης άγωνιστής.

Το σχέδιο του Ζιάκα ήταν να μπορέσει να καταλάβει τα Γρεβενά,

 να μπει στο κονάκι του και να σκοτώσει το Μεχμέτ Τάγο.

Μά ποιος είναι αύτος ο Μεχμέτ Τάγος;

 

Πάλι η δημοτική παράδοση θά μας σταθεί κατά το πλείστο 

βοηθός.
 Σύμφωνα μ’ αύτήν ο Μεχμέτ Τάγος, υπασπιστής του Άλή πασα, 

σε μια από τις πολυάριθμες μάχες του έναντίον των εχθρών του 

του έσωσε τη ζωή και σε άντάλλάγμα των υπηρεσιών του διορίσθηκε

 σιλιχτάρ άγάς των Γρεβενών και του παραχωρήθηκαν μερικά

 από τα πολυάριθμα τσιφλίκια, που είχε ο Άλή πασάς στην

 περιφέρεια Γρεβενών αύτά άργότερα, μετά το θάνατο του Άλή,

 έγιναν δημόσια (ΐμπλιάκια), για να άπαλλοτριωθούν ύπέρ των 

κατοίκων μετά την άπελευθέρωση του 1912.


Ό Μεχμέτ Τάγος παντρεύθηκε στα Γρεβενά και πήρε γυναίκα

 του χριστιανή, την όνομαστή για την ομορφιά και την καλοσύνη 

της Μιγδάλω (Μαγδαληνή) από τη Φυλή των Γρεβενών, η οποία,

 όπως και η Βασιλική του Άλη πασά, πρόσφερε πολλές υπηρεσίες

 στούς χριστιανούς της περιοχής.

Μονάκριβος γιός τους, μαζί με τρεις θυγατέρες, υπήρξε ο Βελής,

 που κι αυτός πήρε γυναίκα του χριστιανή, συγγενή της οικογένειας

 Σπίρτου από τα Γρεβενά. Γιοι του Βελή υπήρξαν ο Ριφάτ μπέης

 και ο Φουάτ μπέης (ό ένας τους χρημάτισε και υποψήφιος 

βουλευτής κατά την περίοδο του 1915-20• λέγεται μάλιστα ότi

κατά τις εκλογές του 1920, που είχαν γίνει με σφαιρίδιο, ο συγγενής

 του μακαρίτης φαρμακοποιός Θεμ. Σπίρτος, πολιτικά άντίθετός

 του, τον καταψήφισε ρίχνοντας στο μαύρο χρυσό σφαιρίδιο), που 

έφυγαν από την Ελλάδα με την άνταλλαγή των πληθυσμών το 1924.


Η κατοικία του Μεχμέτ Τάγου, τα όνομαστά «κονάκια του μπέη», 

βρίσκονταν στο νότιο άκρο των Γρεβενών, κοντά στο Γρεβενίτικο

 ποταμό, λίγο πιό κάτω από τη «σμίξη» του Αύλίτη, του καθαυτό

 Γρεβενίτικου ποταμού, με το Δοξανίτικο ποταμό κι άπέναντι από

 τη θέση «Τσακάλια».

Σωζόταν σχεδόν άνέπαφη ως τα τελευταία χρόνια (λίγο πρίν από 

τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο), όπότε κατεδαφίσθηκε από τον 

τελευταίο ιδιοκτήτη της μακαρίτη Άντρέα Παπαλεξίου και 

πουλήθηκε όλη η περιοχή της για οικόπεδα• σήμερα στο μέρος 

αύτό, κοντά στη γέφυρα, που οδηγεί προς την Καλαμπάκα, έχει 

κτισθεΐ ολόκληρος συνοικισμός σπιτιών. Κτισμένη σ’ ένα

 ορθογώνιο οικόπεδο έκτάσεως περισσότερο από δέκα 

στρέμματα, άποτελούνταν από μια σειρά επιβλητικών σε 

όγκο, ύψος και εμφάνιση οικοδομημάτων, που τα περιέβαλλε

 ένα πελώριο
καί επιβλητικό τείχος ύψους δέκα περίπου μέτρων.

Στις άκρες, μα και στο μέσο των μακρών πλευρών, της δυτικής

 και της ανατολικής, πανύψηλοι πύργοι χρησίμευαν σάν 

παρατηρητήρια και πολεμίστρες.
Πάνω από τις μεγάλες σιδερένιες πόρτες (ή κυρία είσοδος

 βρισκόταν στη νότια πλευρά, προς το ποτάμι) βρίσκονταν 

οί «ζεματίστρες», άπ’ δπου ζεμάτιζαν με καυτό νερό, πίσσα 

η λάδι, τον τολμηρό, που θά επιχειρούσε να τις παραβιάσει. 

"Ως τα τελευταία διακρίνονταν πάνω στους τοίχους οι χαρακιές

 του λαδιού η της πίσσας. Μέσα στους άδειους χώρους, που 

άφηναν τα χτισμένα κτήρια, έβοσκαν, όπως μας πληροφορούν 

οί Wace-Thompson, που τα έπισκέφθηκαν και τα γνώρισαν από

 κοντά, τα άλογα και τα πρόβατα του νοικοκύρη.

Κατά την παράδοση, αλλά και από τις πληροφορίες των επιγραφών, 

που σώζονταν πάνω στις εξωτερικές πλευρές του τείχους, κτίσθηκε 

το 1829-30 (αύτές τις ενδείξεις έφεραν οί επιγραφές) κι ότι για την 

κατασκευή λένε ότι βοήθησαν με χρήμα και προσωπική εργασία 

δλα τα γύρω χριστιανικά χωριά.

Κι αύτό δεν είναι καθόλου άπίθανο, αν σκεφθούμε το κλίμα που 

επικρατούσε κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας (έχω ύπόψη

 μου ότι στο χωριό μου, τον Έλατο Γρεβενών, που ο πληθυσμός

 του ήταν μικτός, Τούρκοι και 'Έλληνες, οί χριστιανοί κάτοικοι του

 χωριού καλλιεργούσαν δωρεάν με προσωπική εργασία τα κτήματα 

του σημαντικότερου Τούρκου γαιοκτήμονα του χωριού) και το

 πόσο άγριος και καταπιεστικός ήταν ο Μεχμέτ Τάγος.

Τόση τρομοκρατία άσκούσαν στούς χριστιανικούς πληθυσμούς

 τα άφεντικά του κτηρίου αύτού ώστε, όταν , μετά την 

απελευθέρωση και την ανταλλαγή των πληθυσμών έφυγαν οί 

Τούρκοι ιδιοκτήτες του και το κτήριο έμεινε έρημο και άφύλακτο,

 και τότε άκόμα κανένας δεν τολμούσε να το πλησιάσει. Μονάχα,

 πού και πού, τα παιδιά, που δεν είχαν ζήσει τη φρίκη των χρόνων

 της σκλαβιάς (κι αυτός που γράφει τις γραμμές αύτές άνάμεσα σ’

 αύτά), σκαρφάλωναν από κάποιο χάλασμα και περιτριγύριζαν τα

 ερημικά κτήρια και τις χορταριασμένες αύλές.

Ένα δέος, κάτι σαν φόβος και θαυμασμός, έπιανε τον περιπατητή,

 που περιδιάβαζε, μέσα στην άπόλυτη ησυχία και ερημιά, όπου δεν

 έφθανε ο θόρυβος και η άναταραχή της σύγχρονης ζωής, τα 

επιβλητικά απομεινάρια περασμένων μεγαλείων, που παραδίνονταν

 σιγά σιγά στην καταστροφή και στο χαμό, κατοικίες τώρα της

 κουκουβάγιας και της νυχτερίδας, και σαν άκουε τους θρύλους

 και τις παραδόσεις για τις ωμότητες των κατακτητών, και σαν

 του έδειχναν, στην είσοδο κάποιου κτηρίου, το μέρος, όπου 

ήταν στημένη (ψέματα, άλήθεια; ποιός ξέρει;) η λαιμητόμος.

"Ως τα τελευταία σωζόταν, μπηγμένο στον τοίχο, ενα πλάγιο 

ξύλο, όπου στηριζόταν για να κοπεί το κεφάλι του καταδίκου.

 Κάπου εκεί κοντά έδειχναν ενα πηγάδι, δπου έριχναν, κατά την

 παράδοση πάντα, το κεφάλι του καταδίκου.

Μέ την παρέκβαση έφυγα κάπως μακριά από το θέμα μου, 

την επίθεση του Ζιάκα κατά των Γρεβενών.
Η επίθεση έγινε άφού χωρίστηκε το σώμα σε τέσσερα τμήματα.

 Τά τρία μπήκαν από τρία διαφορετικά σημίεΐα στην πόλη, ενώ το 

τέταρτο κατέλαβε το Βαρόσι, την παλαιά Μητρόπολη, προαστειακό

 συνοικισμό των Γρεβενών (σήμερα ένώθηκε τελείως με την υπόλοιπη 

πόλη των Γρεβενών), για να υποστηρίξει ένδεχόμενη υποχώρηση και να

 τιμωρήσει τους εκεί εχθρούς του Ζιάκα. Το σχέδιο του Ζιάκα ήταν

 να κόψουν το νερό του μυλαύλακου, που περνούσε κάτω από τα

 τείχη των κονακιών, και περνώντας κάτω από το άνοιγμα, που θά 

σχηματιζόταν, να μπουν στα κονάκια και να σκοτώσουν το Μεχμέτ Τάγο.

Οι σύντροφοί του όμως δείλιασαν και περιορίσθηκαν στη λεηλασία των Γρεβενών.

Πότε έγινε η επίθεση αύτή;

Κατά τόν Άραβαντινό και τους WaceThompson, που κι αύτοί 

άντλούν τις πληροφορίες τους από τδν Άραβαντινό, έγινε το 

1831 και πήραν μέρος σ’ αύτήν χίλιοι άντρες που λαφυραγώγησαν

 «χριστιανούς και Τούρκους πυρπολήσαντες τα δύο τρίτα των οικιών».

Η πληροφορία και ως πρός τον άριθμό των άνδρών, που πήραν 

μέρος στην επιχείρηση, αλλά πρδ παντός ως πρός το τελευταίο

 μέρος της, τη λαφυραγώγηση και την πυρπόληση χριστιανικών

 και οθωμανικών σπιτιών, δεν είναι καθόλου άληθινή.

'Ο Άραβαντινός είναι η μόνη πηγή, που δεν κάνει καμιά

διάκριση μεταξύ ληστών και κλεφτοαρματολών, προφανώς 

επηρεασμένος από το περιβάλλον, μέσα στο οποίο έζησε, το

 περιβάλλον του Άλή πασά, που είχε κάθε λόγο να χαρακτηρίζει

 κοινούς ληστές και έγκληματίες τους άγωνιστές και υπερασπιστές

 του άδικούμενου και καταπιεζόμενού από τδν κατακτητή έλληνισμού.

Έτσι θεωρεί κοινούς ληστές το Ζιάκα, το Βλαχάβα, το Σωτήρη

 Στράτο κι όλα τα τιμημένα ονόματα των άπελευθερωτικών άγώνων

 του έθνους και δε μας εξηγεί πώς πήραν ήθικές και ύλικές αμοιβές

 και ανώτερα άξιώματα από την ελληνική κυβέρνηση για την έθνική 

τους δράση.

 Ο Στράτος έγινε συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού σε μια εποχή, 

που οί άνώτεροι στρατιωτικοί βαθμοί δε δίνονταν καθόλου εύκολα

,ο δε Ζιάκας και οί ανεψιοί του, οί γιοι του Γιαννούλα, έκτος από

 τα στρατιωτικά αξιώματα, σε άνταμοιβή των υπηρεσιών τους, 

θά πάρουν και κτήματα στην περιοχή της Λαμίας, όπου και θά 

περάσουν και τα τελευταία χρόνια της ζωής τους.

 Σχετικά με το Ζιάκα καμιά άλλη πηγή δε μας λέγει πώς ξέφυγε από 

την εθνική δράση και κατάληξε στο ποινικό άδίκημα, που είναι η 

ληστεία.

Αύτός ο Αυστριακός πρόξενος Ίωαννίνων Φερδινάνδος Χάας, μολονότι 

ποτέ η αυστριακή διπλωματία δεν εδειξε φιλικά αισθήματα προς την

 Ελλάδα και γενικά προς τις φιλελεύθερες και τις επαναστατικές ιδέες, 

σε έκθεσή του σταλμένη προς την κυβέρνησή του ομολογεί πώς η δράση

 του Ζιάκα ήταν καθαρά εθνική και πώς μόνο προστασία παρείχε στούς

 έλληνικούς πληθυσμούς.


Ο ϊδιος ο Άραβαντινός παραδέχεται άλλου  ότι, όταν  ο Ζιάκας μπήκε το 1831

 στα Γρεβενά, λεηλάτησε το πλεΐστον μέρος μόνο των οθωμανικών οικιών.

Τώρα άν καμιά φορά τα παλικάρια του, επηρεασμένα από τη φτώχεια 

και το πνεύμα της εποχής, παρεκτρέπονταν εις βάρος και των

 χριστιανικών πληθυσμών, αύτό άσφαλώς δε βαρύνει τόν άρχηγό.

 Ότι βέβαια θα τιμωρήθηκαν και χριστιανοί, που θεωρήθηκαν προδότες

 και υπεύθυνοι του φόνου του άδελφού του κι ότι άκόμα μπορεί να 

έγιναν από τα παλικάρια του Ζιάκα και κάποιες υπερβολές, αύτό είναι

 πολύ πιθανό, αλλά ότι ο θρυλικός εθνικός άγωνιστής θά μεταβαλλόταν

 σε κοινό ληστή, αύτό είναι τελείως άπίθανο και απαράδεκτο.


Μνημονεύονται άκόμα από τα δημοτικά τραγούδια και δυο επιθέσεις

του Ζιάκα κατά της Καστανιας της Καλαμπάκας και των Νιγάδων του

 Ζαγορίου, αλλά και εκεί άσφαλώς θά πρόκειται για τιμωρίες προδοτών .

Για την περίοδο της δράσης του Ζιάκα, που άναφέρεται στην ελληνική 

επανάσταση, μαθαίνουμε από τόν Κασομούλη  ότι ο Κιουταχής κατά το 

1830 προσπάθησε να σκοτώσει με δόλο τους οπλαρχηγούς, που 

έξακολουθούσαν να δρουν στό τουρκικό έδαφος, καλώντας τους 

τάχα σε συνεννόηση για την κατάπαύση του πυρός κι ότι κατάφερε 

να παρασύρει στην παγίδα και να σκοτώσει αρκετούς, αλλά οί

 υπόλοιποι, μεταξύ των οποίων και ο Ζιάκας, δεν έπεσαν στην παγίδα

 και δεν πήγαν στον τόπο της συναντήσεως με τον Κιουταχή.

Άπό τους διασωθέντες οί μέν οπλαρχηγοί των Χασίων, και φαίνεται

 ότι μέσα σ’ αύτούς ήταν και ο Ζιάκας, κατέφυγαν στα Τζουμέρκα

 και συνέχισαν τον άγώνα, οί δε οπλαρχηγοί του Όλύμπου συγκεντρώθηκαν

 στη Θεσσαλονίκη και με τη μεσιτεία του προξένου της Ρωσίας

 Μουστοξύδη κατέφυγαν στην Ελλάδα.

Ποια είναι η κατοπινή δράση του Ζιάκα κατά την περίοδο αύτή κι 

ως πότε δρα αύτός σάν οπλαρχηγός στην περιφέρεια Γρεβενών, 

δεν είναι γνωστό.

Κατά τόν Άραβαντινό ο Ζιάκας ειχε γίνει το φόβητρο των Όθωμανών

 της περιφέρειας Γρεβενών ίσαμε το 1835,
 οπότε πιεζόμενος από την έντονη καταδίωξη των τουρκικών αρχών

 άναγκάζεται να καταφύγει στην ελεύθερη Ελλάδα.

Άπό τον ίδιο τον Άραβαντινδ μνημονεύεται άκόμα ότι το 1832 ο

 Ζιάκας με τους ύπαρχηγούς του Κώστα Βλάχο και Μεντερλή 

προσεβλήθη από πολυάριθμο τουρκικό στρατό στο Σπήλαιο των

 Γρεβενών, άλλα περισσότερα για το περιστατικό αύτό, στο οποίο 

άναφέρεται και σχετικδ δημοτικό τραγούδι, δεν ξέρουμε.

 Σχετικά με τη δράση του Ζιάκα πριν από την έπανάσταση του 

1854 υπάρχουν και πολλές άλλες παραδόσεις, αλλά ως ποιό  σημείο

 υπάρχει άλήθεια σ’ αύτές, δεν ξέρουμε ούτε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι.

"Ετσι λέγεται ότι κάποτε το σώμα του Ζιάκα άποκλείστηκε στο βράχο

 της Άετιας, του παλιού Τσιούργιακα, συνοικισμού της κοινότητας 

Φιλιππαίων Γρεβενών, που είναι βατός μόνο πρός το νότιο μέρος, 

πρός το χωριό, ένώ από τα άλλα μέρη εϊναι άπότομοι κρημνοί 

ύψους 100-200 μέτρων.

 Οι Τούρκοι έπιασαν το νότιο μέρος, άπ’ όπου μόνο ήταν δυνατό να

 περάσουν οί άντρες του Ζιάκα, με τη βεβαιότητα πώς θά τους

 άναγκάσουν να παραδοθούν.

Μά τη νύχτα εκείνοι ξήλωσαν τα σιρίτια από τις κάπες τους, 

τα έκαμαν μακρύ σχοινί, σύρθηκαν από το σχοινί κάτω από 

τους βράχους και σώθηκαν. 
Γίνεται επίσης λόγος για τη συνεργασία του Ζιάκα με κάποιον 

καπετάν Λάμπρο, με τον οποίο χώρισε αργότερα, αλλά τί είδους

 συνεργασία είχαν και γιατί χώρισαν δεν είναι γνωστό. Για το 

χωρισμό τους υπάρχει μόνο μια παροιμιακή φράση:

«όσοι είστε με τα κόγκολα(;) και τις τραγατσίκες με τον καπετάν

 Λάμπρο, κι όσοι με τους τροβάδες και τ’ ασκιά με τον καπετάν 

Ζιάκα», αλλά τί ακριβώς σημαίνει δεν είναι γνωστό.

Από το 1835 χάνονται τα ίχνη του Ζιάκα. Κατά τη μαρτυρία του 

Άραβαντινού, που άναφέραμε παραπάνω, είχε αποσυρθεί στην 

ελεύθερη 'Ελλάδα, περιμένοντας πιο πρόσφορους καιρούς για να δράσει.


Θεόδωρος Ζιάκας (1798-1882)

ΜΙΛΤ. Ι. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

 ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ.

 

 

<<Ο συγγραφέας Μιλτιάδης Παπαϊωάννου γεννήθηκε και

 μεγάλωσε στο Σπήλαιο Γρεβενών και ο πατέρας του ήταν ο

 Ιωάννης Θεοδωρίδης (Παπαγιάννης, καθότι ήταν Παπαδάσκαλος)

 και διατέλεσε δάσκαλος και ιερέας στο χωριό την περίοδο 1910-1920.>>

 

 

 

 

 

 

(Παρασκευή 5-Απριλίου-2013) .Ηρωικός Σπηλαιώτης Ταγματάρχης στην επανάσταση του 1821. Μας δίνει ιδιαίτερη χαρά όταν ένας από τους πολλούς επισκέπτες μας, που χωρίς να έχει κάποια ουσιαστική σχέση με το Σπήλαιο ενδιαφέρεται  για το site και το δείχνει με έμπρακτο τρόπο.

 Ευχαριστούμε και  δημόσια τον φίλο Νίκο Παπ. από το site  http://www.doumbia-istoria.blogspot.gr/  της Χαλκιδικής, που μας έστειλε το παρακάτω e-mail το οποίο παραθέτουμε αυτούσιο:

<<Συγχαρητήρια για το ιστολόγιό σας

 

σας στέλνω ένα κομμάτι από τις καταστάσεις στρατιωτών

 

του Σπηλαιώτη ταγματάρχη και κατά συνέπεια αγωνιστή του 1821

 

Γεωργίου Σπηλαιώτη εκ Σπηλαίου Γρεβενών,

 

ο οποίος το 1832 ήταν ταγματάρχης του νεοσύστατου Ελληνικού στρατού>>.

 

ΗΡΩΑΣ ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ  ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821.

 

 

ΕΝΥΠΟΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΙΑΚΑ

 

 

Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ(1830-1912)

 

Το Σπήλαιο βρίσκεται νοτιοδυτικά της πόλης των Γρεβενών σε απόσταση 25 χιλιομέτρων περίπου. Το χωριό μοιάζει μ’ ένα πανύψηλο φυσικό παρατηρητήριο και είναι το μοναδικό πέρασμα σ’ όσους θέλουν να κινηθούν ανάμεσα στη Μακεδονία, την Ήπειρο και τη Θεσσαλία Η ονομασία του χωριού προέρχεται μάλλον από το αρχαίο «Σπίλος», που σημαίνει κρημνώδης «βράχος»

 

Σχολεία :

Η παράδοση λέει ότι στην Ιερά μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Σπηλαίου λειτουργούσεστην κρύπτη του μοναστηριού κρυφό σχολείο. Ο Πέτρου Γιάννης αναφέρει ότι οι μαθητέςδιδάσκονταν, εκτός από το Οχτώηχο και το Ψαλτήρι γραμματική, αριθμητική, ιστορία και αρχαία ελληνικά κείμενα όπως «…Δαρείου και Παρισσάτιδος γίγνονται παίδες δύο…», σύμφωνα με ομολογίες των παππούδων του χωριού και του δασκάλου της εποχής εκείνης, Πέτρου Χρήστου. Σε περίπτωση που εμφανιζόταν εκτάκτως ένας Τούρκος πράκτορας μ’ ένα τέχνασμα της πύλης το φυλάκιο απομονωνόταν. Σ’ αυτό το Κρυφό Σχολείο παρακολούθησε μαθήματα και η γιαγιά του Πέτρου Γιάννη (ο ίδιος παραχώρησε τη συνέντευξη). Τα παραπάνω τα ομολόγησε με παρρησία η Περιστέρω Κωνσταντίνου Γκούντα που γεννήθηκε το 1856,

καθώς φοίτησε και η ίδια εκεί στο Κρυφό Σχολείο, παράλληλα με το Επίσημο και Φανερό. Αν αυτό έχει αληθινή βάση, θα λειτουργούσε σίγουρα πριν την ίδρυσητου Επίσημου και Φανερού.

Το Σπήλαιο ίσως είναι το πρώτο χωριό στην περιφέρεια Γρεβενών στο οποίολειτούργησε σχολείο. Τα γράμματα αναφέρεται ότι καλλιεργούνταν ήδη από τα τέλη του 18ου αι. στη μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Σπηλαίου. Το 1815 μνημονεύεται ότι η μονή Σπηλαίου ίδρυσε Σχολείο μαζί με Βιβλιοθήκη

Σύμφωνα με την έρευνα του «Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου του ενΚωνσταντινουπόλει Ηπειρωτικού», κατά το σχολικό έτος 1873-1874 λειτουργούσε στο ΣπήλαιοΑλληλοδιδακτικό Σχολείο όπου δίδασκε ένας δάσκαλος, φοιτούσαν 30 μαθητές και η ετήσια δαπάνη συντήρησης ανερχόταν στα 2500 γρόσια

Στη Στατιστική των Ελληνικών Σχολείων στο βιλαέτι Θεσσαλονίκης καΜοναστηρίου μνημονεύεται ότι κατά τη σχολική χρονιά 1894-1895 λειτουργούσε στοχωριό 1Γραμματοδιδασκαλείο όπου δίδασκε 1 δάσκαλος και φοιτούσαν 30 μαθητέςκαι η ετήσια συνδρομή συντήρησης ανέρχονταν στα 276 φράγκα

Στις αρχές του 20ου αιώνα μνημονεύεται η λειτουργία Σχολείου στο Σπήλαιομελιγότερους από 50 μαθητές. Το 1902 κατά την απογραφή τωνσχολείωνπουπροέβη το Προξενείο Ελασσόνας αναφέρεται ότι λειτουργούσε στο Σπήλαιο Αστική Σχολή όπου δίδασκε 1 δάσκαλος και φοιτούσαν συνολικά 50 μαθητές

Επιπλέον, όπως μας μαρτυρά η παράδοση και οι γραπτές πηγές, στο Σπήλαιο λειτουργούσε πριν το 1912 Παρθεναγωγείο όπου διδάσκονταν τα ενήλικα κορίτσια του χωριού ραπτική, κέντημα, μαγειρική και άλλες κοινωνικές προσφορές.

Το 1913 μνημονεύεται η ανέγερση νέου σχολικού κτιρίου στο χωριό στη θέση τουπαλαιότερου που είχε καταστραφεί. Μετά την απελευθέρωση κατά την απογραφήπου έγινε κατά το 1912-1913 φαίνεται ότι στο χωριό λειτουργούσε Αστικό Σχολείο 5 τάξεων και μίας προκαταρκτικής όπου φοιτούσαν συνολικά 58 μαθητές

Από αυτούς φοιτούσαν οι 12 στην προκαταρκτική, οι 10 στην Α΄, οι 12 στη Β’, οι9στη Γ’, οι 9στη Δ’ και οι 6 στην Ε’. Κατά την ίδια χρονιά σημειώνεται και η λειτουργία Παρθεναγωγείου 3 τάξεων και 1 προκαταρκτικής όπου συνολικά φοιτούσαν 28 μαθήτριες. Συγκεκριμένα φοιτούσαν 12 στην προκαταρκτική, 8 στην Α΄, 5 στη Β΄ και 3 στη Γ’

Δάσκαλοι που δίδαξαν :

 

Μέχρι την επανάσταση μνημονεύεται ότι δίδασκε στο Σχολείο της μονής Σπηλαίου ο Ιωάννης Πανταζίδης που καταγόταν από τα Ζαγοροχώρια μαζί με τον ντόπιο Χρήστο, ο οποίος υπήρξε μαθητής του Στέφανου Σταμκίδη.

Πριν το 1905 αναφέρεται ότι δίδασκε ο Αριστείδης Ρέσσος από το Τσεπέλοβο Ζαγορίου με σπουδές σε Ανωτέρα Σχολή στο Βουκουρέστι.

Μετά την απελευθέρωση φαίνεται ότι δίδασκε κατά το19121913οΙωάννηΧρ.Θεοδωρίδης 29 ετών που καταγόταν από την Δόβρανη. Ο ίδιος ήταν απόφοιτοςτου Γυμνασίου Τσοτυλίου, ο μισθός του ανέρχονταν στις 40 λίρες και είχε τη χρονιά εκείνη 7 έτη προϋπηρεσία στο ίδιο χωριό. Την ίδια χρονιά δίδασκε στο Παρθεναγωγείο του χωριού η Ελένη Βρέλλα από την Κοζάνη 25 ετών, απόφοιτος της Αστικής Σχολής Κοζάνης με 8 έτη προϋπηρεσία. Ο μισθός της ανερχόταν στις 12 λίρες μαζί με τρόφιμα που της παρέχονταν.

Το Μοναστήρι Κοιμήσεως της Θεοτόκου Σπηλαίου και η συμβολή του στην παιδεία :

Ξεχωριστός λόγος πρέπει να γίνει για τη μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Σπηλαίου και την προσφορά της στην παιδεία. Το μοναστήρι είναι χτισμένο αριστερά της βορειοανατολικής εισόδου του χωριού, το οποίο βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Σταυρός, που ανήκει στην οροσειρά του Όρλιακα της Πίνδου σε υψόμετρο 980 μ. Στο χώρο που είναι χτισμένο το μοναστήρι υπήρχε ένα άλλο παλαιότερο αφιερωμένο στον προφήτη Ηλία, που καταστράφηκε από πυρκαγιά.

Το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1633 σύμφωνα με τις σωζόμενες επιγραφές καιήταν «Σταυροπηγιακό», δεν υπάγονταν δηλ. διοικητικώς στον κατά τόπο επίσκοπο αλλά στην άμεση δικαιοδοσία του Πατριάρχη. Πρέπει πολύ νωρίτερα στον ίδιο χώρο να υπήρχε παλιότερο μοναστήρι

Στη μονή μνημονεύεται ότι λειτουργούσε Κρυφό Σχολείο καθ’ όλο τοδιάστημα της Τουρκοκρατίας. Σ’ αυτό μαθήτευσαν μεγάλα ονόματα οπλαρχηγών καιγωνιστών της Πίνδου, όπως ο Γ. Τόσκας, Θ. Ζιάκας, Γιαννούλας Ζιάκας κ.α. σχολείο συνέβαλε να κρατηθεί αμείωτη η αγάπη για τη θρησκεία, την πατρίδα, τηλευτεριά και διαφύλαξε την ελληνική γλώσσα, τα ήθη και έθιμα σε μια περίοδο πουσ’ άλλα χωριά της περιφέρειας Γρεβενών γίνονταν ομαδικοί εξισλαμισμοί.

Η μονή διέθετε και αξιόλογη Βιβλιοθήκη, η οποία μεταφέρθηκε ότανδιαλύθηκε το μοναστήρι για λόγους ασφαλείας στην Ι. Μονή της Ζάβορδας658.Εκτόςαπό Κρυφό Σχολείο λειτουργούσε εκεί και Σχολαρχείο, βιβλιοθήκη, γηροκομείοακόμη και θεραπευτήριο σωματικών και ψυχικών νόσων.

Το μοναστήρι Σπηλαίου είχε επίσης την ευθύνη για την οικονομικήσυντήρηση των σχολείων και τη φροντίδα για το διδακτικό προσωπικό στα περίχωρααλλά και σε πολλά άλλα χωριά της περιοχής Γρεβενών, ακόμη και της σημερινήςπόλεως των Γρεβενών. Ειδικότερα μνημονεύεται ότι το 1870 επιχορήγησε την πόλη των Γρεβενών με 1200 γρόσια «…προς διατήρησιν μικράς πνευματικής εστίας…» και το χωριό Κηπουριό με 2000 γρόσια για την ανέγερση σχολείου. Το 1884 προσέφερε 1500 γρόσια για την αμοιβή 2 ετών του δασκάλου που δίδασκε στο Σπήλαιο. Επίσης την ίδια χρονιά προσέφερε 2000 γρόσια σε σχολεία της πόλης των Γρεβενών και 2000 γρόσια σε σχολείο στο Κηπουριό661. Την επόμενη χρονιά (1885) μνημονεύεται η επιχορήγηση εκ μέρους της Μονής 15 λιρών στη Σχολή Σπηλαίου40 λιρών στη Σχολή Γρεβενών και 10 λιρών για συνδρομή ανέγερσης Σχολής στο Κηπουριό. Το 1886 σημειώνεται η επιχορήγηση των σχολείων της πόλης των Γρεβενών με 32 λίρες, της Σχολής Σπηλαίου με 18 λ., της Σχολής Τίστας και Ζαλόβου με 9 λ., του Κοσματίου και του Μοναχιτίου με 5 λ., της Κρανιάς με 10 λ. και του Κηπουριού με 9 λ. Την επόμενη χρονιά (1887) σημειώνεται η επιχορήγηση εκ μέρους της Μονής της Σχολής Σπηλαίου με 16 λίρες, Τίστας, Ζαλόβου και Κοσματίου με 6 λ., Κρανιάς με 8 λ. καθώς και με 35 λ. των Σχολείων της πόλης των Γρεβενών. Τέλος, το 1888 αναφέρεται η επιχορήγηση των Σχολείων των Γρεβενών με 37 λ., της Σχολής Σπηλαίου με 16 λ., Τίστας, Ζαλόβου και Κοσματίου με 4 λ., Κρανιάς με 7 λ., Κηπουριού με 6 λ. και Μοναχιτίου με 4 λ.

Η μονή είχε στην κατοχή της 1 μύλο (40 λίρες εισόδημα), 2 τσιφλίκια(Κυρακαλή, Παλαιοχώρι), χωράφια 200 στρεμμάτων (300 λίρες ετησίως), αμπέλια 60 στρεμμάτων και 1000 πρόβατα. Τα έσοδα της παραπάνω περιουσίας διατίθεντο για τις ανάγκες συντήρησης του σχολείου.

Από το Δημοτικό Σχολείο της μονής αποφοίτησε το 1905 ο ιερέας ΧρήστοςΑποστόλου Πέτρου. Στη συνέχεια, λόγω της αριστείας του στα μαθήματα, επιλέχτηκε ως δάσκαλος και φοίτησε στο Σχολαρχείο του μοναστηριού. Πριν γίνει ιερέας, δίδαξε ως δάσκαλος στα γειτονικά χωριά, Μοναχίτι, Τίστα, Τούσι, και Λάβδα. Κατά τον ίδιο τρόπο και πολλοί άλλοι δάσκαλοι αποφοίτησαν από το μοναστήρι και δίδασκαν στη συνέχεια σε κοντινά χωριά του Σπηλαίου, όπως Ζάλοβο, Κοσμάτι Μαυραναίοι, Σταυρός, Ριάχοβο, Σιαργκαναίοι, Βοδινσκό, Λεπενίτσα, κ.α. Στο Σχολαρχείο της μονής φοίτησε και ο Παπαλεξίου Αλέξανδρος που καταγόταν από το Κοσμάτι. Ο τελευταίος αποφοίτησε το 1888 και μετέπειτα συνέχισε τις σπουδές του παίρνοντας το πτυχίο της Ιατρικής. Επίσης στο Δημοτικό και στο Σχολαρχείο της μονής φοίτησε ο χειρουργός ιατρός Βασιλόπουλος από το Μέγαρο Γρεβενών, ο οποίος άσκησε το επάγγελμα του χειρουργού στην πόλη των Γρεβενών ως το 1943(πατέρας του Βασιλόπουλου, ιδιοκτήτη της σημερινής νευρολογικής κλινικής Σπινάρι στην Κοζάνη). Επιπλέον φοίτησε ο δάσκαλος Παπαποστόλου Ιωάννης του Αποστόλου από το Κοσμάτι ο οποίος συνέχισε τις σπουδές του στο Γυμνάσιο Τσοτυλίου από όπου και αποφοίτησε το 1901. Επίσης φοίτησαν ο Παπαναστασίου (πατέρας του συνταξιούχου γιατρού Παπαναστασίου) και ο Ταλάρης από το Κηπουριό οι οποίοι διετέλεσαν και ως δάσκαλοι στο Σχολαρχείο Σιατίστης μέχρι το 1950. Οι Αρχοντούλης Νικόλαος, Τσόγιας Ν. Γκόγκος, Μιλτιάδης κ. α. ήταν και αυτοί απόφοιτο της μονής και επιτέλεσαν τα καθήκοντά τους στα γύρω χωριά.

Επιπρόσθετα το μοναστήρι πλήρωνε και άλλους δασκάλους μεγαλύτερης μόρφωσηςγια τη διδασκαλία των παιδιών του χωριού όπως τον Αριστείδη Ρέσσο από το Τσεπέλοβο Ζαγορίου ο οποίος είχε μορφωθεί σε Ανωτέρα Σχολή στο Βουκουρέστι. Σ’ αυτόν το δάσκαλο παρακολούθησε τα μαθήματα και ο ιερέας Πέτρου Χρήστος.

 

Εποπτεία εκπαίδευσης :

 

Είναι φανερό ότι τα εισοδήματα της Ιεράς Μονής Σπηλαίου συνέβαλαν αποφασιστικά στην λειτουργία και διατήρηση σχολείων στο Σπήλαιο. Επίσης η Μητρόπολη Γρεβενών βοηθούσε στη διαχείριση των εσόδων της μονής. Η κοινότητα

του χωριού αναφέρεται και αυτή ότι είχε την ευθύνη για τη διαχείριση και λειτουργία

του Παρθεναγωγείου

Ειδικότερα το Παρθεναγωγείο είχε κάποιους πάγιους πόρους προερχόμενοιαπό εισοδήματα ενός χωραφιού 15 στρεμμάτων και ενός μύλου (12 λίρες ετησίως).

Επίσης σημειώνεται ότι η κοινότητα διέθεσε 36 λίρες στο Παρθεναγωγείο από την

πώληση ενός οικοπέδου

 

Σχολικό υλικό βιβλία εξοπλισμός :

Κατά την απογραφή των σχολείων που έγινε το 1912-13 σημειώνεται ότιοεξοπλισμός του Αστικού Σχολείου αποτελούνταν από 14 παλιά θρανία, 2 πίνακες, 1καινούρια έδρα, 1 τραπέζι, 3 ξύλινα καθίσματα, 1 θερμάστρα, καθώς επίσης και 2μικρούς γεωγραφικούς χάρτες. Στο Παρθεναγωγείο καταγράφτηκαν 6 παλιά θρανία,1 πίνακας και 1 τραπέζι, 2 ξύλινα καθίσματα και 1 θερμάστρα

 

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

                                                                                    ΚΥΡΙΑΚΗ ΓΟΥΣΗ

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ.

 

71. ΤΟΤΣΚΑΣ. (1809)

Εψές αργά διαβαίνοντας του Τότσκα τά λημέρια, τον άκουα κι'ώρμήνευε, τά κεφτοπαλληκάρια.

Παιδιά , ποιός θέλει λεβεντιά κ' ελευθεριά και γρόσια,
τσελίκι ας βάλη 'ς την καρδιά και σίδερα 'ς τά πόδια ,

ας μή το πίνη το κρασί, ας μή τ' άρέση ό ύπνος , τί ό ύπνος είναι θάνατος και το κρασί ‘ναι πλάνος. Γυρίζει ό Νάκας και του λέει—ώς πότε, Καπετάνε! τά παλληκάρι' απόκαμαν, νά τρέχουν ολη νύχτα, κ αυγή , και γιόμα, και βράδυ νά στέκουν καραούλι,

γι' αυτό θά προσκυνήσουνε , 'ς αυτόν τον Διβιτάρη

που είναι Βαλής 'ς τά Γρεββενά, Δερβέναγας 'ς τά Χάσια.

Παιδιά μ', άν θέλετε σπαθί, αν θέλετε κρεμάλα,
έλατε νά σας κόψω έγώ , έγώ νά σας κρεμάσω ,
νά δώσω και μνημόσυνα σέ όλους τους παπάδες ,

ν'ακούσουν χώραις και χωριά, ν’ ακούσουν βιλαέτια , νά ειπούν ό Τότσκας λύσσαξε , και τρώγει τους δικούς του.

Το λόγο δεν απόσωσε κ'ή συντυχιά κρατιότουν,

και μιά φωνή ν ακούστηκεν από το καραούλι

«Παιδιά, Τουρκιά μας πλάκωσε πεζούρα και καββάλα».

Αφήτε τους , και ας έρθουνε , καλώς νά μας ευρούνε

νά ιδούν του Τότσκατο σπαθί, του Νάκα τό ντουφέκι

Πιάστε παιδιά το στένωμα, φτιαστέ τα μετερίζια

βαρείτε'απάνω σε κορμιά αφού κοντοζυγώσουν

Βόηθ"Άϊ Ήλιά 'π' το Μπιτζικό, κι' από τή Σαμαρίνα !

βόηθα, κυρά και Παναγιά, από τό Μέγα Σπήληο!

νά. φτιάσω 'ς ταις εικόναις σου καντύλαις ασημένιαις.

Πέφτουν τα βόλια σαν βροχή, στρώνουν 'ς τή γη κουφάρια

Κι' ο Τότσκας έβγαλε φωνήν , από τό μετερίζι.

τί τους κυττάτε, μπρε παιδιά , τραβάτε τά σπαθιά σας ,

τους Τούρκους πάρετ' ομπροστά, σαν τήν κοπή τά γίδια.

Ούτος ο πριν αρματωλός Γρεββενών, (μετά την έκδίωξιν του Ζάκα Γεωργίου) και είτα λήσταρχος, ήκμασεν επί της εποχές του Άλη Πασά, αναδειχθείς έκ τών παραβολωτέρων και μάλλον άκαταδαμάστων λήσταρχων της εποχής του έν τηεπαρχία Κονίτσης, Γρεββενών και Χασίων. Κατήγετο δε εκ της περιοχές του Ολύμπου. Ο αναφερόμενος Διβιτάρης του Αλή Πασσά, είναι ό Μπεκίραγας Ντάμζης, εκ της επαρχίας Τεπελενίου. Εχρημάτισε δε ό Τότσκας σύγχρονος του Μαντάλου και Μπαζτέκη, ως εν τω άσματι «Βασίλη κάτσε φρόνιμα», ανάφερε. τα. δια του στίχου «τον Τότσκα και τον Μάνταλο ναύρώ και τον Μπαζτέκη», και περιήρχετο ότε ως πειρατής, ότε δε ως ληστής· Εφονεύθη δε μετά το 1809 πλησίον του Κυπρίου, χωρίου τών Γρεββενών, καθ' ην ώραν νικήσας τους κατ'αυτού επιτεθέντας κατεδίωκεν αυτούς θύων και απολλύων, πυροβοληθείς υπό Αλβανού τινός, όστις πληγωμένος ων εκρύπτετο εις θάμνον όπως διασωθεί. Την αρχηγίαν του.αρματωλικίου των Γρεββενών, μετά την εκδίωξιν του Τότσκα,παρεχώρησεν ο Αλή Πασσάς τω εκ της επαρχίας Γρεββενών ληστάρχω Ευθυμίω Τσόλια, ακολούθως δολοφονηθέντι.

 

 

ΟΙ ΖΑΚΑΙΟΙ. (1826).

Πουλί πουπαςταΓρεβενά,τονβλογημένοντόπο, χαιρέτα μου την κλεφτουργιά, τον καπετάν Γιαννούλα , και πες του προσκυνήματα πολλά ν από τ' έμενα. Νάχη τά μάτια του ανοιχτά 'ς όλο το σύνορο του, δεν ειν' ό περσινός καιρός που ήταν ο Μουσελίμης, κ ήταν ο Μπαΐραχτάραγας επάνω 'ς τά δερβένια. Φέτο ήρθ' ένα Πασσόπουλο ένα Βεζυροπαίδι, είναι κι' ο Σιλιχτάραγας εις όλα τα δερβένια κράζει τους κλεφταρματωλούς 'ς τά Γιάννενα νάρθουνε. Γυρεύει τά Τσαπόπουλα και τό χρυσό ζευγάρι. Τά μαύρα τα Τσαπόπουλα στέκουν συλλογισμένα, γιατί φοβούνται ν απιστιά, φοβούνται τη ζωή τους.

 

Το άσμα τούτο παρίστησιν επιστολήν φίλου διευθυνθείσαν εξ Ίωαννίνων προς τον Γιαννούλαν Ζάκαν καί ανάγεται εις το έτος 1826, ότε ο Ιμήν Πασσάς διετάχθη υπό του πατρός του (πολιορκούντος τότε το Μεσολόγγιον ίνα διά παντός τρόπου συλλαβή καί εξοντώση τους ενΉπείρω αρματωλούς και κλεφτάς. Οί Ζακαίοι προσεκτικοί όντες διέμειναν ανενόχλητοι μέχρι τοΰ φθινοπώρου του αυτού έτους, κατά τον Νοέμβριον όμως ο Μεχμέταγας, Μουσελίμης των Γρεββενών, συλλέξας αρκετούς Αλβανούς και συμπράκτορας έχων το Ζώγον Κυπριώτην και την των Μακραίων οικογένειαν, επετέθη απροσδοκήτως κατά των Ζακαίων διαμενόντων εις το χωρίον Μακρυνόρον, εν τη οικία των. Απέναντι τοιαύτης ισχυράς και απροσδόκητου επιθέσεως, πολεμήσαντες γενναίως μετά των περί αυτούς ολίγων οπαδών, ο μεν Γιαννούλας εγένετο θύμα, ό δε Θεόδωρος διεσώθη δι' ηρωικής εξόδου και προσέφυγεν εις την Ελλάδα. Ό πατήρ τούτων, ο γέρων Ζάκας (αποβιώσας κατά το 1814), διέπρεψε κατά το πλείστον ώς κλεπτάρχης εν τη χώρα των Γρεββενών, καταπονηθείς δε υπό του Αλή Πασσά συνηνώθη μετά του Ευθυμίου Βλαχάβα, μεθ' ου και συνηγωνίσθη αδιασπάστως. Κατ' αρχάς ούτος υπηρετήσας υπό τον συμπατριώτην του Ντεληδήμον, κατέσχε μετά τον θάνατον αυτού, και πριν του Τότσκα, την όπλαρχηγίαν των Γρεββενών εκαλείτο δε Γεωργάκης, εξ ου και τόο «Ζάκας» ως έπώνυμον τω εδόθη

 

  

ΜΑΚΡΑΛΕΞΗΣ, Η ΑΛΕΞΙΟΣ ΜΑΚΡΗΣ. (1826).

Για κράξτε, βάξτε, μπρε παιδιά, ρίξτε πολλά ντουφέκια, μην πάει κι' ακούσ' ή συντροφιά, νάρθη να μας βοηθήση. Που εΐσ', αδερφέ μου Νικολό, και Χρήστ' αγαπημένε, τούτην την ώρα να βρεθής, τρέξε να μέ γλυτώσης, τι έχω παιδιά ανήξερα κι' άμαθ' από ντουφέκι. Τι να σου κάμη ό Νικολός, Αλέξη μου καΰμένε, αυτού που αποκλείστηκες 'ς την έρημη την κούλια Δεν είναι τόπος γιά σπαθί, δεν είναι για ντουφέκι. Πικρό γηρούσι ν έκαμαν οι Τούρκοι μέσ' την κούλια, τρία ντουφέκια πέτυχαν το δόλιο τον Αλέξη, ένα τον πήρε 'ξώδερμα, το δεύτερο 'ς τον ώμο, τό τρίτο του ετσάκισε το ζερβιό του το χέρι, και μ' όλαις ταις λαβωματιαίς εγλύτωσεν ό μαύρος.

Ό πρεσβύτερος ούτος των αδελφών Μακραίων, οικογενείας διαπρεπούσης εν τη επαρχία των Γρεββενών, υπήρρξε σωματάρχης(μπουλουκτσής) του Γιαννούλα Ζάκα, φυλάσσων την περιοχήν του Σπήληου και επειδή εν τη θέσει ταύτη συνοδεία οδοιπόρων έληστεύθη, απέστειλε κατ' αυτού ό Ιμήν Πασσάς εξ Ιωαννίνων τον υιόν του Άλη Φαρμάκη Αρίφ Μπέην μετά 300 Λαλιωτών, όστις προσέβαλεν αίφνης τον Αλέξιον Μακρήν εις το χωρίον Σπήληου, ανύποπτον όντα και μόλις τριάκοντα οπαδούς έχοντα, καί όμως ό Μακρής έπι μίαν ολόκληρον ημέραν αντιστάς, ηδυνήθη νά διαφυγή έκ του μέσου των εχθρών καίτοι βαρείας έχων πληγάς και νά προσφυγή ύπ6 την αρωγήν του οπλαρχηγού του Ζάκα. Ούτος επαπειλούμενος υπό του Ιμήν Πασσά ήναγκάσθη μετ' ολίγον νά παραδώση εις τον Άριφ Μπέην τον ζητούμενον σωματάρχην του, όστις άπαχθείς εις Ιωάννινα σκληρώς εθανατώθη. Την διαγωγήν δε του Γιαννούλα θεωρήσαντες ως προδοσίαν οι αδελφοί και συγγενείς του Αλεξίου επνέον κατ' εκείνου έκδίκησιν.

 

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΑΚΑΣ. (1832).

Τί έχουν του Σπήληου τα βουνά και στέκουν ρογκωμένα; Μήν' άπ' τα χιόνια τά πολλά, μήν' άπό το χειμώνα; Ουτ' άπ' τά χιόνια τά πολλά ούτ από το χειμώνα τον Θεοδωράκην έκλεισε στενά ό Μεχμετάγος κι' ό Κώστας Βλάχος φώναξε του Μιντερλή και λέγει — Τί καρτερούμε, μπρε παιδιά, κλεισμένοι από τους Τούρκους; έλα, τραβάτε τά σπαθιά, βγάλτε τά γιαταγάνια κ' εβγάτε νά τους στρώσουμε μπροστά ωσάν τά γίδια! Ανάμεσα 'ς τον πόλεμο και 'ς το κακό ντουφέκι, έπεσε μιά βροχή χοντρή , κ' ένα χοντρό χαλάζι, κ' έκαμε κ' έτραβίχθηκαν τώνα και τάλλο ασκέρι.

 

Τούτο συνέβη κατά τό 1832, ότε ο Θεόδωρος Ζάκας, μεθ' ενός μέρους των οπαδών του απροσδόκητος προσεβλήθη έν τω χωρίω του Σπήληου, υπό πολυπληθούς Τουρκικής; στρατιάς οδηγούμενης ύπό τοΰ Μεχμετάγου. Οί αναφερόμενοι δε Κώστα Βλάχος και Μιντερλής ύπήρξαν πρωτοπαλλήκαρα του Ζάκα, όστις έν τη έποχή εκείνη κατέστη τρομερώτατος, διότι επί τοις άλλοις έσχε την γενναιότητα και τόλμην να εισέλθη εντός της πόλεως των Γρεββενών, και πυρπολήση και λεηλατήση τό πλείστον μέρος των οθωμανικών οικιών

 

ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ. (1854).

Χασ. VI, 59.

Έσείς, βουνά του Γρεββενοΰ, και πεύκα του Μετσόβου,

λίγο νά χαμηλώσητε, κάννα ντουφέκι τόπο ,

γιά νά φανή άπ' το ζυγό το παινεμένο Σπήληο,

νά ιδούμε το Ζακόπουλο πώς πολεμάει τους Τούρκους.

Βάστα, καΰμένε Θόδωρε , βαστάζου 'ς το ντουφέκι,
μη σε φοβίζουν τίποτες του Άβντή Πασσά τά τόπια.

Πώς νά βαστάξω, μπρε παιδιά, και πώς νά πολεμήσω;

Μπαρούτι δέν έχω σπειρί, δέ μώμειν'ενα βόλι,

και χίλια γυναικόπαιδα κρεμιούνται 'ς το λαιμό μου ! "Αϊςτε, παιδιά μ', ας φύγουμε, 'ς τήν Καλαμπάκ' ας πάμε,

ναύρουμε τους συντρόφους μας κι' αυτόν το Χατζή Πέτρο.

Ζάκα μου, και πως τώπαθες; Ζάκα μου, πώς έσταθη;

πώς άφησες ταις έκκλησιαίς, κι' αυτό το μοναστήρι;

Κάλλιο ν'αφήσω τς' έκκλησιαίς κι' αυτό το μοναστήρι, παρά ν' αφήσω 'ς τή σκλαβιά χίλια γυναικοπαίδια.

Έκεί το λένε Αρβανιτιά, το λένε Αρβανίταις,

πού γιά νά κάμουν πλιάτσικα, και γιά νά πάρουν σκλάβους,

δέν συλλογιούνται σκοτομόν, ζωή δέν συλλογιούνται

 

 ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ

1880

 

 

 Απογραφή του 1886 και περιήγηση στο χωριό κατά το έτος αυτό.

 

 

 

ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ 1905 ΚΑΙ ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΣΧΟΛΕΙΩΝ.

 

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ!!!

Παναγία η Σπηλιώτισσα

Επικοινωνία

  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου, με ενεργό link που θα οδηγεί στον ιστότοπο μας.